- Ἱσπανόν
- Ἱσπανόνneut nom/voc/acc sgἹσπανόςmasc acc sgἹσπανόςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἱσπανοῖς — Ἱσπανόν neut dat pl Ἱσπανός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱσπανοῦ — Ἱσπανόν neut gen sg Ἱσπανός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱσπανῶν — Ἱσπανόν neut gen pl Ἱσπανός fem gen pl Ἱσπανός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱσπανῷ — Ἱσπανόν neut dat sg Ἱσπανός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανός — ο, θηλ. Ισπανίδα (Α ἰσπανός, ή, όν) ο κάτοικος τής Ισπανίας ή αυτός που κατάγεται από την Ισπανία αρχ. 1. ο ισπανικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱσπανόν είδος λαδιού … Dictionary of Greek